αδιάκοπος • (adiákopos) m (feminine αδιάκοπη, neuter αδιάκοπο) constant without interruption, uninterrupted, continuous perpetual αδιάλειπτος (adiáleiptos...
definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάλειπτος, etc.) αδιάκοπος (adiákopos, “uninterrupted”) αδιάλειπτα (adiáleipta, “incessantly”)...
arrest; syncope”) τριτανακοπή f (tritanakopí) (law) Other κοπ- words αδιάκοπος (adiákopos, “uninterrupted”) άκοπος (ákopos, “uncut; not hard”) δίκοπος...
“thrive”) ψιλοκόβω (psilokóvo) Stem κοπτ see: κόπτω (kópto) Stem κοπ- αδιάκοπος (adiákopos) άκοπος (ákopos, “uncut; not hard”) δίκοπος (díkopos) κοπή f...
(gamudmebuli), უსრული (usruli) German: kontinuierlich (de), stetig (de) Greek: αδιάκοπος (el) (adiákopos), συνεχής (el) (synechís), διαρκής (el) (diarkís) Ancient:...
stetig (de) Greek: σταθερός (el) m (statherós), διαρκής (el) m or f (diarkís), αδιάκοπος (el) m (adiákopos) Hungarian: folytonos (hu) Indonesian: konstan (id)...