αδιάπλευστος • (adiáplefstos) m (feminine αδιάπλευστη, neuter αδιάπλευστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάπλευστος (adiáplefstos) | αδιάπλευστη (adiáplefsti) | αδιάπλευστο (adiáplefsto) | αδιάπλευστοι (adiáplefstoi) | αδιάπλευστες (adiáplefstes) | αδιάπλευστα (adiáplefsta) | |
genitive | αδιάπλευστου (adiáplefstou) | αδιάπλευστης (adiáplefstis) | αδιάπλευστου (adiáplefstou) | αδιάπλευστων (adiáplefston) | αδιάπλευστων (adiáplefston) | αδιάπλευστων (adiáplefston) | |
accusative | αδιάπλευστο (adiáplefsto) | αδιάπλευστη (adiáplefsti) | αδιάπλευστο (adiáplefsto) | αδιάπλευστους (adiáplefstous) | αδιάπλευστες (adiáplefstes) | αδιάπλευστα (adiáplefsta) | |
vocative | αδιάπλευστε (adiáplefste) | αδιάπλευστη (adiáplefsti) | αδιάπλευστο (adiáplefsto) | αδιάπλευστοι (adiáplefstoi) | αδιάπλευστες (adiáplefstes) | αδιάπλευστα (adiáplefsta) |