αδιάψευστος • (adiápsefstos) m (feminine αδιάψευστη, neuter αδιάψευστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιάψευστος (adiápsefstos) | αδιάψευστη (adiápsefsti) | αδιάψευστο (adiápsefsto) | αδιάψευστοι (adiápsefstoi) | αδιάψευστες (adiápsefstes) | αδιάψευστα (adiápsefsta) | |
genitive | αδιάψευστου (adiápsefstou) | αδιάψευστης (adiápsefstis) | αδιάψευστου (adiápsefstou) | αδιάψευστων (adiápsefston) | αδιάψευστων (adiápsefston) | αδιάψευστων (adiápsefston) | |
accusative | αδιάψευστο (adiápsefsto) | αδιάψευστη (adiápsefsti) | αδιάψευστο (adiápsefsto) | αδιάψευστους (adiápsefstous) | αδιάψευστες (adiápsefstes) | αδιάψευστα (adiápsefsta) | |
vocative | αδιάψευστε (adiápsefste) | αδιάψευστη (adiápsefsti) | αδιάψευστο (adiápsefsto) | αδιάψευστοι (adiápsefstoi) | αδιάψευστες (adiápsefstes) | αδιάψευστα (adiápsefsta) |