αδιαφήμιστος • (adiafímistos) m (feminine αδιαφήμιστη, neuter αδιαφήμιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιαφήμιστος (adiafímistos) | αδιαφήμιστη (adiafímisti) | αδιαφήμιστο (adiafímisto) | αδιαφήμιστοι (adiafímistoi) | αδιαφήμιστες (adiafímistes) | αδιαφήμιστα (adiafímista) | |
genitive | αδιαφήμιστου (adiafímistou) | αδιαφήμιστης (adiafímistis) | αδιαφήμιστου (adiafímistou) | αδιαφήμιστων (adiafímiston) | αδιαφήμιστων (adiafímiston) | αδιαφήμιστων (adiafímiston) | |
accusative | αδιαφήμιστο (adiafímisto) | αδιαφήμιστη (adiafímisti) | αδιαφήμιστο (adiafímisto) | αδιαφήμιστους (adiafímistous) | αδιαφήμιστες (adiafímistes) | αδιαφήμιστα (adiafímista) | |
vocative | αδιαφήμιστε (adiafímiste) | αδιαφήμιστη (adiafímisti) | αδιαφήμιστο (adiafímisto) | αδιαφήμιστοι (adiafímistoi) | αδιαφήμιστες (adiafímistes) | αδιαφήμιστα (adiafímista) |