αδιαφιλονίκητος • (adiafiloníkitos) m (feminine αδιαφιλονίκητη, neuter αδιαφιλονίκητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιαφιλονίκητος (adiafiloníkitos) | αδιαφιλονίκητη (adiafiloníkiti) | αδιαφιλονίκητο (adiafiloníkito) | αδιαφιλονίκητοι (adiafiloníkitoi) | αδιαφιλονίκητες (adiafiloníkites) | αδιαφιλονίκητα (adiafiloníkita) | |
genitive | αδιαφιλονίκητου (adiafiloníkitou) | αδιαφιλονίκητης (adiafiloníkitis) | αδιαφιλονίκητου (adiafiloníkitou) | αδιαφιλονίκητων (adiafiloníkiton) | αδιαφιλονίκητων (adiafiloníkiton) | αδιαφιλονίκητων (adiafiloníkiton) | |
accusative | αδιαφιλονίκητο (adiafiloníkito) | αδιαφιλονίκητη (adiafiloníkiti) | αδιαφιλονίκητο (adiafiloníkito) | αδιαφιλονίκητους (adiafiloníkitous) | αδιαφιλονίκητες (adiafiloníkites) | αδιαφιλονίκητα (adiafiloníkita) | |
vocative | αδιαφιλονίκητε (adiafiloníkite) | αδιαφιλονίκητη (adiafiloníkiti) | αδιαφιλονίκητο (adiafiloníkito) | αδιαφιλονίκητοι (adiafiloníkitoi) | αδιαφιλονίκητες (adiafiloníkites) | αδιαφιλονίκητα (adiafiloníkita) |