αδιερεύνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αδιερεύνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αδιερεύνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αδιερεύνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word αδιερεύνητος you have here. The definition of the word αδιερεύνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαδιερεύνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.ði.eˈɾev.ni.tos/
  • Hyphenation: α‧δι‧ε‧ρεύ‧νη‧τος

Adjective

αδιερεύνητος (adierévnitosm (feminine αδιερεύνητη, neuter αδιερεύνητο)

  1. uninvestigated, unexplored

Declension

Declension of αδιερεύνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιερεύνητος (adierévnitos) αδιερεύνητη (adierévniti) αδιερεύνητο (adierévnito) αδιερεύνητοι (adierévnitoi) αδιερεύνητες (adierévnites) αδιερεύνητα (adierévnita)
genitive αδιερεύνητου (adierévnitou) αδιερεύνητης (adierévnitis) αδιερεύνητου (adierévnitou) αδιερεύνητων (adierévniton) αδιερεύνητων (adierévniton) αδιερεύνητων (adierévniton)
accusative αδιερεύνητο (adierévnito) αδιερεύνητη (adierévniti) αδιερεύνητο (adierévnito) αδιερεύνητους (adierévnitous) αδιερεύνητες (adierévnites) αδιερεύνητα (adierévnita)
vocative αδιερεύνητε (adierévnite) αδιερεύνητη (adierévniti) αδιερεύνητο (adierévnito) αδιερεύνητοι (adierévnitoi) αδιερεύνητες (adierévnites) αδιερεύνητα (adierévnita)

and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, search, investigate)