αδιοργάνωτος • (adiorgánotos) m (feminine αδιοργάνωτη, neuter αδιοργάνωτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιοργάνωτος (adiorgánotos) | αδιοργάνωτη (adiorgánoti) | αδιοργάνωτο (adiorgánoto) | αδιοργάνωτοι (adiorgánotoi) | αδιοργάνωτες (adiorgánotes) | αδιοργάνωτα (adiorgánota) | |
genitive | αδιοργάνωτου (adiorgánotou) | αδιοργάνωτης (adiorgánotis) | αδιοργάνωτου (adiorgánotou) | αδιοργάνωτων (adiorgánoton) | αδιοργάνωτων (adiorgánoton) | αδιοργάνωτων (adiorgánoton) | |
accusative | αδιοργάνωτο (adiorgánoto) | αδιοργάνωτη (adiorgánoti) | αδιοργάνωτο (adiorgánoto) | αδιοργάνωτους (adiorgánotous) | αδιοργάνωτες (adiorgánotes) | αδιοργάνωτα (adiorgánota) | |
vocative | αδιοργάνωτε (adiorgánote) | αδιοργάνωτη (adiorgánoti) | αδιοργάνωτο (adiorgánoto) | αδιοργάνωτοι (adiorgánotoi) | αδιοργάνωτες (adiorgánotes) | αδιοργάνωτα (adiorgánota) |