αδοκίμαστος • (adokímastos) m (feminine αδοκίμαστη, neuter αδοκίμαστο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδοκίμαστος • | αδοκίμαστη • | αδοκίμαστο • | αδοκίμαστοι • | αδοκίμαστες • | αδοκίμαστα • |
genitive | αδοκίμαστου • | αδοκίμαστης • | αδοκίμαστου • | αδοκίμαστων • | αδοκίμαστων • | αδοκίμαστων • |
accusative | αδοκίμαστο • | αδοκίμαστη • | αδοκίμαστο • | αδοκίμαστους • | αδοκίμαστες • | αδοκίμαστα • |
vocative | αδοκίμαστε • | αδοκίμαστη • | αδοκίμαστο • | αδοκίμαστοι • | αδοκίμαστες • | αδοκίμαστα • |