Perfect passive participle of αδυνατίζω (adynatízo), a verb with no passive forms.
αδυνατισμένος • (adynatisménos) m (feminine αδυνατισμένη, neuter αδυνατισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδυνατισμένος • | αδυνατισμένη • | αδυνατισμένο • | αδυνατισμένοι • | αδυνατισμένες • | αδυνατισμένα • |
genitive | αδυνατισμένου • | αδυνατισμένης • | αδυνατισμένου • | αδυνατισμένων • | αδυνατισμένων • | αδυνατισμένων • |
accusative | αδυνατισμένο • | αδυνατισμένη • | αδυνατισμένο • | αδυνατισμένους • | αδυνατισμένες • | αδυνατισμένα • |
vocative | αδυνατισμένε • | αδυνατισμένη • | αδυνατισμένο • | αδυνατισμένοι • | αδυνατισμένες • | αδυνατισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδυνατισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδυνατισμένος, etc.) |