αεικίνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αεικίνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αεικίνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αεικίνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word αεικίνητος you have here. The definition of the word αεικίνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαεικίνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

αει- (aei-, ever) +‎ κινητός (kinitós, moving)

Adjective

αεικίνητος (aeikínitosm (feminine αεικίνητη, neuter αεικίνητο)

  1. restless, energetic

Declension

Declension of αεικίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεικίνητος (aeikínitos) αεικίνητη (aeikíniti) αεικίνητο (aeikínito) αεικίνητοι (aeikínitoi) αεικίνητες (aeikínites) αεικίνητα (aeikínita)
genitive αεικίνητου (aeikínitou) αεικίνητης (aeikínitis) αεικίνητου (aeikínitou) αεικίνητων (aeikíniton) αεικίνητων (aeikíniton) αεικίνητων (aeikíniton)
accusative αεικίνητο (aeikínito) αεικίνητη (aeikíniti) αεικίνητο (aeikínito) αεικίνητους (aeikínitous) αεικίνητες (aeikínites) αεικίνητα (aeikínita)
vocative αεικίνητε (aeikínite) αεικίνητη (aeikíniti) αεικίνητο (aeikínito) αεικίνητοι (aeikínitoi) αεικίνητες (aeikínites) αεικίνητα (aeikínita)