αει- (aei-, “ever”) + κινητός (kinitós, “moving”)
αεικίνητος • (aeikínitos) m (feminine αεικίνητη, neuter αεικίνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεικίνητος (aeikínitos) | αεικίνητη (aeikíniti) | αεικίνητο (aeikínito) | αεικίνητοι (aeikínitoi) | αεικίνητες (aeikínites) | αεικίνητα (aeikínita) | |
genitive | αεικίνητου (aeikínitou) | αεικίνητης (aeikínitis) | αεικίνητου (aeikínitou) | αεικίνητων (aeikíniton) | αεικίνητων (aeikíniton) | αεικίνητων (aeikíniton) | |
accusative | αεικίνητο (aeikínito) | αεικίνητη (aeikíniti) | αεικίνητο (aeikínito) | αεικίνητους (aeikínitous) | αεικίνητες (aeikínites) | αεικίνητα (aeikínita) | |
vocative | αεικίνητε (aeikínite) | αεικίνητη (aeikíniti) | αεικίνητο (aeikínito) | αεικίνητοι (aeikínitoi) | αεικίνητες (aeikínites) | αεικίνητα (aeikínita) |