αεριοστρόβιλος • (aeriostróvilos) m (plural αεριοστρόβιλοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεριοστρόβιλος (aeriostróvilos) | αεριοστρόβιλοι (aeriostróviloi) |
genitive | αεριοστρόβιλου (aeriostróvilou) αεριοστροβίλου (aeriostrovílou) |
αεριοστρόβιλων (aeriostróvilon) αεριοστροβίλων (aeriostrovílon) |
accusative | αεριοστρόβιλο (aeriostróvilo) | αεριοστρόβιλους (aeriostróvilous) αεριοστροβίλους (aeriostrovílous) |
vocative | αεριοστρόβιλε (aeriostróvile) | αεριοστρόβιλοι (aeriostróviloi) |
Second forms are formal.