From αέριος (aérios, “aerial”) + ωθούμενος (othoúmenos, “pushed, propelled”) from ωθώ (othó)
αεριωθούμενος • (aeriothoúmenos) m (feminine αεριωθούμενη, neuter αεριωθούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεριωθούμενος (aeriothoúmenos) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) | |
genitive | αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) | αεριωθούμενης (aeriothoúmenis) | αεριωθούμενου (aeriothoúmenou) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | αεριωθούμενων (aeriothoúmenon) | |
accusative | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενους (aeriothoúmenous) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) | |
vocative | αεριωθούμενε (aeriothoúmene) | αεριωθούμενη (aeriothoúmeni) | αεριωθούμενο (aeriothoúmeno) | αεριωθούμενοι (aeriothoúmenoi) | αεριωθούμενες (aeriothoúmenes) | αεριωθούμενα (aeriothoúmena) |