αεροβάμων • (aerovámon) m (feminine αεροβάμων, neuter αεροβάμον)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεροβάμων (aerovámon) | αεροβάμων (aerovámon) | αεροβάμον (aerovámon) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονα (aerovámona) | |
genitive | αεροβάμονος (aerovámonos) | αεροβάμονος (aerovámonos) | αεροβάμονος (aerovámonos) | αεροβαμόνων (aerovamónon) | αεροβαμόνων (aerovamónon) | αεροβαμόνων (aerovamónon) | |
accusative | αεροβάμονα (aerovámona) | αεροβάμονα (aerovámona) | αεροβάμον (aerovámon) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονα (aerovámona) | |
vocative | αεροβάμων (aerovámon) αεροβάμονα (aerovámona) |
αεροβάμων (aerovámon) | αεροβάμον (aerovámon) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονες (aerovámones) | αεροβάμονα (aerovámona) |