αερο- (aero-, “air”) + γέφυρα (géfyra, “bridge”) + -ωμα (-oma).
αερογεφύρωμα • (aerogefýroma) n (plural αερογεφυρώματα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερογεφύρωμα (aerogefýroma) | αερογεφυρώματα (aerogefyrómata) |
genitive | αερογεφυρώματος (aerogefyrómatos) | αερογεφυρωμάτων (aerogefyromáton) |
accusative | αερογεφύρωμα (aerogefýroma) | αερογεφυρώματα (aerogefyrómata) |
vocative | αερογεφύρωμα (aerogefýroma) | αερογεφυρώματα (aerogefyrómata) |