αερο- (aero-, “aero-, air”) + μεταφερόμενος (metaferómenos, “being carried”, passive present participle).
αερομεταφερόμενος • (aerometaferómenos) m (feminine αερομεταφερόμενη, neuter αερομεταφερόμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αερομεταφερόμενος (aerometaferómenos) | αερομεταφερόμενη (aerometaferómeni) | αερομεταφερόμενο (aerometaferómeno) | αερομεταφερόμενοι (aerometaferómenoi) | αερομεταφερόμενες (aerometaferómenes) | αερομεταφερόμενα (aerometaferómena) | |
genitive | αερομεταφερόμενου (aerometaferómenou) | αερομεταφερόμενης (aerometaferómenis) | αερομεταφερόμενου (aerometaferómenou) | αερομεταφερόμενων (aerometaferómenon) | αερομεταφερόμενων (aerometaferómenon) | αερομεταφερόμενων (aerometaferómenon) | |
accusative | αερομεταφερόμενο (aerometaferómeno) | αερομεταφερόμενη (aerometaferómeni) | αερομεταφερόμενο (aerometaferómeno) | αερομεταφερόμενους (aerometaferómenous) | αερομεταφερόμενες (aerometaferómenes) | αερομεταφερόμενα (aerometaferómena) | |
vocative | αερομεταφερόμενε (aerometaferómene) | αερομεταφερόμενη (aerometaferómeni) | αερομεταφερόμενο (aerometaferómeno) | αερομεταφερόμενοι (aerometaferómenoi) | αερομεταφερόμενες (aerometaferómenes) | αερομεταφερόμενα (aerometaferómena) |