αερο- (aero-, “aero”) + μοντελίστρια (montelístria, “model maker”)
αερομοντελίστρια • (aeromontelístria) f (plural αερομοντελίστριες, masculine αερομοντελιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερομοντελίστρια (aeromontelístria) | αερομοντελίστριες (aeromontelístries) |
genitive | αερομοντελίστριας (aeromontelístrias) | αερομοντελιστριών (aeromontelistrión) |
accusative | αερομοντελίστρια (aeromontelístria) | αερομοντελίστριες (aeromontelístries) |
vocative | αερομοντελίστρια (aeromontelístria) | αερομοντελίστριες (aeromontelístries) |