αεροπειρατίνα • (aeropeiratína) f (plural αεροπειρατίνες, masculine αεροπειρατής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |
genitive | αεροπειρατίνας (aeropeiratínas) | αεροπειρατίνων (aeropeiratínon) |
accusative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |
vocative | αεροπειρατίνα (aeropeiratína) | αεροπειρατίνες (aeropeiratínes) |