αεροστατικός • (aerostatikós) m (feminine αεροστατική, neuter αεροστατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεροστατικός (aerostatikós) | αεροστατική (aerostatikí) | αεροστατικό (aerostatikó) | αεροστατικοί (aerostatikoí) | αεροστατικές (aerostatikés) | αεροστατικά (aerostatiká) | |
genitive | αεροστατικού (aerostatikoú) | αεροστατικής (aerostatikís) | αεροστατικού (aerostatikoú) | αεροστατικών (aerostatikón) | αεροστατικών (aerostatikón) | αεροστατικών (aerostatikón) | |
accusative | αεροστατικό (aerostatikó) | αεροστατική (aerostatikí) | αεροστατικό (aerostatikó) | αεροστατικούς (aerostatikoús) | αεροστατικές (aerostatikés) | αεροστατικά (aerostatiká) | |
vocative | αεροστατικέ (aerostatiké) | αεροστατική (aerostatikí) | αεροστατικό (aerostatikó) | αεροστατικοί (aerostatikoí) | αεροστατικές (aerostatikés) | αεροστατικά (aerostatiká) |