αζήτητος • (azítitos) m (feminine αζήτητη, neuter αζήτητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αζήτητος (azítitos) | αζήτητη (azítiti) | αζήτητο (azítito) | αζήτητοι (azítitoi) | αζήτητες (azítites) | αζήτητα (azítita) | |
genitive | αζήτητου (azítitou) | αζήτητης (azítitis) | αζήτητου (azítitou) | αζήτητων (azítiton) | αζήτητων (azítiton) | αζήτητων (azítiton) | |
accusative | αζήτητο (azítito) | αζήτητη (azítiti) | αζήτητο (azítito) | αζήτητους (azítitous) | αζήτητες (azítites) | αζήτητα (azítita) | |
vocative | αζήτητε (azítite) | αζήτητη (azítiti) | αζήτητο (azítito) | αζήτητοι (azítitoi) | αζήτητες (azítites) | αζήτητα (azítita) |