αζευγάριστος • (azevgáristos) m (feminine αζευγάρωτη, neuter αζευγάρωτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζευγάριστος • | αζευγάριστη • | αζευγάριστο • | αζευγάριστοι • | αζευγάριστες • | αζευγάριστα • |
genitive | αζευγάριστου • | αζευγάριστης • | αζευγάριστου • | αζευγάριστων • | αζευγάριστων • | αζευγάριστων • |
accusative | αζευγάριστο • | αζευγάριστη • | αζευγάριστο • | αζευγάριστους • | αζευγάριστες • | αζευγάριστα • |
vocative | αζευγάριστε • | αζευγάριστη • | αζευγάριστο • | αζευγάριστοι • | αζευγάριστες • | αζευγάριστα • |