αζωγράφιστος • (azográfistos) m (feminine αζωγράφιστη, neuter αζωγράφιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αζωγράφιστος (azográfistos) | αζωγράφιστη (azográfisti) | αζωγράφιστο (azográfisto) | αζωγράφιστοι (azográfistoi) | αζωγράφιστες (azográfistes) | αζωγράφιστα (azográfista) | |
genitive | αζωγράφιστου (azográfistou) | αζωγράφιστης (azográfistis) | αζωγράφιστου (azográfistou) | αζωγράφιστων (azográfiston) | αζωγράφιστων (azográfiston) | αζωγράφιστων (azográfiston) | |
accusative | αζωγράφιστο (azográfisto) | αζωγράφιστη (azográfisti) | αζωγράφιστο (azográfisto) | αζωγράφιστους (azográfistous) | αζωγράφιστες (azográfistes) | αζωγράφιστα (azográfista) | |
vocative | αζωγράφιστε (azográfiste) | αζωγράφιστη (azográfisti) | αζωγράφιστο (azográfisto) | αζωγράφιστοι (azográfistoi) | αζωγράφιστες (azográfistes) | αζωγράφιστα (azográfista) |