From α- (a-, “un-”) + θερίζω (therízo, “to reap”).
αθέριστος • (athéristos) m (feminine αθέριστη, neuter αθέριστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αθέριστος (athéristos) | αθέριστη (athéristi) | αθέριστο (athéristo) | αθέριστοι (athéristoi) | αθέριστες (athéristes) | αθέριστα (athérista) | |
genitive | αθέριστου (athéristou) | αθέριστης (athéristis) | αθέριστου (athéristou) | αθέριστων (athériston) | αθέριστων (athériston) | αθέριστων (athériston) | |
accusative | αθέριστο (athéristo) | αθέριστη (athéristi) | αθέριστο (athéristo) | αθέριστους (athéristous) | αθέριστες (athéristes) | αθέριστα (athérista) | |
vocative | αθέριστε (athériste) | αθέριστη (athéristi) | αθέριστο (athéristo) | αθέριστοι (athéristoi) | αθέριστες (athéristes) | αθέριστα (athérista) |