αθεράπευτος • (atherápeftos) m (feminine αθεράπευτη, neuter αθεράπευτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αθεράπευτος (atherápeftos) | αθεράπευτη (atherápefti) | αθεράπευτο (atherápefto) | αθεράπευτοι (atherápeftoi) | αθεράπευτες (atherápeftes) | αθεράπευτα (atherápefta) | |
genitive | αθεράπευτου (atherápeftou) | αθεράπευτης (atherápeftis) | αθεράπευτου (atherápeftou) | αθεράπευτων (atherápefton) | αθεράπευτων (atherápefton) | αθεράπευτων (atherápefton) | |
accusative | αθεράπευτο (atherápefto) | αθεράπευτη (atherápefti) | αθεράπευτο (atherápefto) | αθεράπευτους (atherápeftous) | αθεράπευτες (atherápeftes) | αθεράπευτα (atherápefta) | |
vocative | αθεράπευτε (atherápefte) | αθεράπευτη (atherápefti) | αθεράπευτο (atherápefto) | αθεράπευτοι (atherápeftoi) | αθεράπευτες (atherápeftes) | αθεράπευτα (atherápefta) |