αθορύβητος • (athorývitos) m (feminine αθορύβητη, neuter αθορύβητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αθορύβητος (athorývitos) | αθορύβητη (athorýviti) | αθορύβητο (athorývito) | αθορύβητοι (athorývitoi) | αθορύβητες (athorývites) | αθορύβητα (athorývita) | |
genitive | αθορύβητου (athorývitou) | αθορύβητης (athorývitis) | αθορύβητου (athorývitou) | αθορύβητων (athorýviton) | αθορύβητων (athorýviton) | αθορύβητων (athorýviton) | |
accusative | αθορύβητο (athorývito) | αθορύβητη (athorýviti) | αθορύβητο (athorývito) | αθορύβητους (athorývitous) | αθορύβητες (athorývites) | αθορύβητα (athorývita) | |
vocative | αθορύβητε (athorývite) | αθορύβητη (athorýviti) | αθορύβητο (athorývito) | αθορύβητοι (athorývitoi) | αθορύβητες (athorývites) | αθορύβητα (athorývita) |