3 Results found for "αιγυπτιακού".

αιγυπτιακού

αιγυπτιακού • (aigyptiakoú) Genitive masculine singular form of αιγυπτιακός (aigyptiakós). Genitive neuter singular form of αιγυπτιακός (aigyptiakós)...


αιγυπτιακός

αιγυπτιακό • αιγυπτιακοί • αιγυπτιακές • αιγυπτιακά • genitive αιγυπτιακού • αιγυπτιακής • αιγυπτιακού • αιγυπτιακών • αιγυπτιακών • αιγυπτιακών • accusative...


Αἰγυπτιακός

Aiguptiakaí Αἰγῠπτῐᾰκᾰ́ Aiguptiaká Genitive Αἰγῠπτῐᾰκοῦ Aiguptiakoû Αἰγῠπτῐᾰκῆς Aiguptiakês Αἰγῠπτῐᾰκοῦ Aiguptiakoû Αἰγῠπτῐᾰκοῖν Aiguptiakoîn Αἰγῠπτῐᾰκαῖν...