From Ancient Greek Αἰθιοπικός (Aithiopikós). By surface analysis, Αιθιοπία (Aithiopía) + -ικός (-ikós).
αιθιοπικός • (aithiopikós) m (feminine αιθιοπική, neuter αιθιοπικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιθιοπικός • | αιθιοπική • | αιθιοπικό • | αιθιοπικοί • | αιθιοπικές • | αιθιοπικά • |
genitive | αιθιοπικού • | αιθιοπικής • | αιθιοπικού • | αιθιοπικών • | αιθιοπικών • | αιθιοπικών • |
accusative | αιθιοπικό • | αιθιοπική • | αιθιοπικό • | αιθιοπικούς • | αιθιοπικές • | αιθιοπικά • |
vocative | αιθιοπικέ • | αιθιοπική • | αιθιοπικό • | αιθιοπικοί • | αιθιοπικές • | αιθιοπικά • |