From αιθύλιο (aithýlio) + -ικός (-ikós), calque of French éthylique.
αιθυλικός • (aithylikós) m (feminine αιθυλική, neuter αιθυλικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιθυλικός (aithylikós) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικοί (aithylikoí) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) | |
genitive | αιθυλικού (aithylikoú) | αιθυλικής (aithylikís) | αιθυλικού (aithylikoú) | αιθυλικών (aithylikón) | αιθυλικών (aithylikón) | αιθυλικών (aithylikón) | |
accusative | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικούς (aithylikoús) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) | |
vocative | αιθυλικέ (aithyliké) | αιθυλική (aithylikí) | αιθυλικό (aithylikó) | αιθυλικοί (aithylikoí) | αιθυλικές (aithylikés) | αιθυλικά (aithyliká) |
Notes: Vocative forms are rare