αιθυλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αιθυλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αιθυλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αιθυλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αιθυλικός you have here. The definition of the word αιθυλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαιθυλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From αιθύλιο (aithýlio) +‎ -ικός (-ikós), calque of French éthylique.

Pronunciation

Adjective

αιθυλικός (aithylikósm (feminine αιθυλική, neuter αιθυλικό)

  1. (organic chemistry) ethyl (attributive)
    αιθυλική αλκοόληaithylikí alkoóliethyl alcohol
    αιθυλικός αιθέραςaithylikós aithérasdiethyl ether
    αιθυλικό οινόπνευμαaithylikó oinópnevmaethyl alcohol

Declension

Declension of αιθυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιθυλικός (aithylikós) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικοί (aithylikoí) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)
genitive αιθυλικού (aithylikoú) αιθυλικής (aithylikís) αιθυλικού (aithylikoú) αιθυλικών (aithylikón) αιθυλικών (aithylikón) αιθυλικών (aithylikón)
accusative αιθυλικό (aithylikó) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικούς (aithylikoús) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)
vocative αιθυλικέ (aithyliké) αιθυλική (aithylikí) αιθυλικό (aithylikó) αιθυλικοί (aithylikoí) αιθυλικές (aithylikés) αιθυλικά (aithyliká)

Notes: Vocative forms are rare

References