αιματόβρεχτος • (aimatóvrechtos) m (feminine αιματόβρεχτη, neuter αιματόβρεχτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιματόβρεχτος (aimatóvrechtos) | αιματόβρεχτη (aimatóvrechti) | αιματόβρεχτο (aimatóvrechto) | αιματόβρεχτοι (aimatóvrechtoi) | αιματόβρεχτες (aimatóvrechtes) | αιματόβρεχτα (aimatóvrechta) | |
genitive | αιματόβρεχτου (aimatóvrechtou) | αιματόβρεχτης (aimatóvrechtis) | αιματόβρεχτου (aimatóvrechtou) | αιματόβρεχτων (aimatóvrechton) | αιματόβρεχτων (aimatóvrechton) | αιματόβρεχτων (aimatóvrechton) | |
accusative | αιματόβρεχτο (aimatóvrechto) | αιματόβρεχτη (aimatóvrechti) | αιματόβρεχτο (aimatóvrechto) | αιματόβρεχτους (aimatóvrechtous) | αιματόβρεχτες (aimatóvrechtes) | αιματόβρεχτα (aimatóvrechta) | |
vocative | αιματόβρεχτε (aimatóvrechte) | αιματόβρεχτη (aimatóvrechti) | αιματόβρεχτο (aimatóvrechto) | αιματόβρεχτοι (aimatóvrechtoi) | αιματόβρεχτες (aimatóvrechtes) | αιματόβρεχτα (aimatóvrechta) |