αισθηματικός • (aisthimatikós) m (feminine αισθηματική, neuter αισθηματικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθηματικός • | αισθηματική • | αισθηματικό • | αισθηματικοί • | αισθηματικές • | αισθηματικά • |
genitive | αισθηματικού • | αισθηματικής • | αισθηματικού • | αισθηματικών • | αισθηματικών • | αισθηματικών • |
accusative | αισθηματικό • | αισθηματική • | αισθηματικό • | αισθηματικούς • | αισθηματικές • | αισθηματικά • |
vocative | αισθηματικέ • | αισθηματική • | αισθηματικό • | αισθηματικοί • | αισθηματικές • | αισθηματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθηματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθηματικός, etc.) |