αισθητηριακός • (aisthitiriakós) m (feminine αισθητηριακή, neuter αισθητηριακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αισθητηριακός (aisthitiriakós) | αισθητηριακή (aisthitiriakí) | αισθητηριακό (aisthitiriakó) | αισθητηριακοί (aisthitiriakoí) | αισθητηριακές (aisthitiriakés) | αισθητηριακά (aisthitiriaká) | |
genitive | αισθητηριακού (aisthitiriakoú) | αισθητηριακής (aisthitiriakís) | αισθητηριακού (aisthitiriakoú) | αισθητηριακών (aisthitiriakón) | αισθητηριακών (aisthitiriakón) | αισθητηριακών (aisthitiriakón) | |
accusative | αισθητηριακό (aisthitiriakó) | αισθητηριακή (aisthitiriakí) | αισθητηριακό (aisthitiriakó) | αισθητηριακούς (aisthitiriakoús) | αισθητηριακές (aisthitiriakés) | αισθητηριακά (aisthitiriaká) | |
vocative | αισθητηριακέ (aisthitiriaké) | αισθητηριακή (aisthitiriakí) | αισθητηριακό (aisthitiriakó) | αισθητηριακοί (aisthitiriakoí) | αισθητηριακές (aisthitiriakés) | αισθητηριακά (aisthitiriaká) |