αισθητοποίηση • (aisthitopoíisi) f (plural αισθητοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) | αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis) |
genitive | αισθητοποίησης (aisthitopoíisis) | αισθητοποιήσεων (aisthitopoiíseon) |
accusative | αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) | αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis) |
vocative | αισθητοποίηση (aisthitopoíisi) | αισθητοποιήσεις (aisthitopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αισθητοποιήσεως (aisthitopoiíseos)