αισχρολογικός • (aischrologikós) m (feminine αισχρολογική, neuter αισχρολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αισχρολογικός (aischrologikós) | αισχρολογική (aischrologikí) | αισχρολογικό (aischrologikó) | αισχρολογικοί (aischrologikoí) | αισχρολογικές (aischrologikés) | αισχρολογικά (aischrologiká) | |
genitive | αισχρολογικού (aischrologikoú) | αισχρολογικής (aischrologikís) | αισχρολογικού (aischrologikoú) | αισχρολογικών (aischrologikón) | αισχρολογικών (aischrologikón) | αισχρολογικών (aischrologikón) | |
accusative | αισχρολογικό (aischrologikó) | αισχρολογική (aischrologikí) | αισχρολογικό (aischrologikó) | αισχρολογικούς (aischrologikoús) | αισχρολογικές (aischrologikés) | αισχρολογικά (aischrologiká) | |
vocative | αισχρολογικέ (aischrologiké) | αισχρολογική (aischrologikí) | αισχρολογικό (aischrologikó) | αισχρολογικοί (aischrologikoí) | αισχρολογικές (aischrologikés) | αισχρολογικά (aischrologiká) |