αισχυλικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αισχυλικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αισχυλικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αισχυλικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αισχυλικός you have here. The definition of the word αισχυλικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαισχυλικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αισχυλικός (aischylikósm (feminine αισχυλική, neuter αισχυλικό)

  1. Alternative form of αισχύλειος (aischýleios)

Declension

Declension of αισχυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αισχυλικός (aischylikós) αισχυλική (aischylikí) αισχυλικό (aischylikó) αισχυλικοί (aischylikoí) αισχυλικές (aischylikés) αισχυλικά (aischyliká)
genitive αισχυλικού (aischylikoú) αισχυλικής (aischylikís) αισχυλικού (aischylikoú) αισχυλικών (aischylikón) αισχυλικών (aischylikón) αισχυλικών (aischylikón)
accusative αισχυλικό (aischylikó) αισχυλική (aischylikí) αισχυλικό (aischylikó) αισχυλικούς (aischylikoús) αισχυλικές (aischylikés) αισχυλικά (aischyliká)
vocative αισχυλικέ (aischyliké) αισχυλική (aischylikí) αισχυλικό (aischylikó) αισχυλικοί (aischylikoí) αισχυλικές (aischylikés) αισχυλικά (aischyliká)