αισχυλικός • (aischylikós) m (feminine αισχυλική, neuter αισχυλικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχυλικός • | αισχυλική • | αισχυλικό • | αισχυλικοί • | αισχυλικές • | αισχυλικά • |
genitive | αισχυλικού • | αισχυλικής • | αισχυλικού • | αισχυλικών • | αισχυλικών • | αισχυλικών • |
accusative | αισχυλικό • | αισχυλική • | αισχυλικό • | αισχυλικούς • | αισχυλικές • | αισχυλικά • |
vocative | αισχυλικέ • | αισχυλική • | αισχυλικό • | αισχυλικοί • | αισχυλικές • | αισχυλικά • |