αιωρόπτερο (aioróptero, “hang glider”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”), calque of English hang glider.
αιωροπτεριστής • (aioropteristís) m (plural αιωροπτεριστές, feminine αιωροπτερίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιωροπτεριστής (aioropteristís) | αιωροπτεριστές (aioropteristés) |
genitive | αιωροπτεριστή (aioropteristí) | αιωροπτεριστών (aioropteristón) |
accusative | αιωροπτεριστή (aioropteristí) | αιωροπτεριστές (aioropteristés) |
vocative | αιωροπτεριστή (aioropteristí) | αιωροπτεριστές (aioropteristés) |