ακαλλιέργητος • (akalliérgitos) m (feminine ακαλλιέργητη, neuter ακαλλιέργητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαλλιέργητος (akalliérgitos) | ακαλλιέργητη (akalliérgiti) | ακαλλιέργητο (akalliérgito) | ακαλλιέργητοι (akalliérgitoi) | ακαλλιέργητες (akalliérgites) | ακαλλιέργητα (akalliérgita) | |
genitive | ακαλλιέργητου (akalliérgitou) | ακαλλιέργητης (akalliérgitis) | ακαλλιέργητου (akalliérgitou) | ακαλλιέργητων (akalliérgiton) | ακαλλιέργητων (akalliérgiton) | ακαλλιέργητων (akalliérgiton) | |
accusative | ακαλλιέργητο (akalliérgito) | ακαλλιέργητη (akalliérgiti) | ακαλλιέργητο (akalliérgito) | ακαλλιέργητους (akalliérgitous) | ακαλλιέργητες (akalliérgites) | ακαλλιέργητα (akalliérgita) | |
vocative | ακαλλιέργητε (akalliérgite) | ακαλλιέργητη (akalliérgiti) | ακαλλιέργητο (akalliérgito) | ακαλλιέργητοι (akalliérgitoi) | ακαλλιέργητες (akalliérgites) | ακαλλιέργητα (akalliérgita) |