ακανόνιστος • (akanónistos) m (feminine ακανόνιστη, neuter ακανόνιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακανόνιστος (akanónistos) | ακανόνιστη (akanónisti) | ακανόνιστο (akanónisto) | ακανόνιστοι (akanónistoi) | ακανόνιστες (akanónistes) | ακανόνιστα (akanónista) | |
genitive | ακανόνιστου (akanónistou) | ακανόνιστης (akanónistis) | ακανόνιστου (akanónistou) | ακανόνιστων (akanóniston) | ακανόνιστων (akanóniston) | ακανόνιστων (akanóniston) | |
accusative | ακανόνιστο (akanónisto) | ακανόνιστη (akanónisti) | ακανόνιστο (akanónisto) | ακανόνιστους (akanónistous) | ακανόνιστες (akanónistes) | ακανόνιστα (akanónista) | |
vocative | ακανόνιστε (akanóniste) | ακανόνιστη (akanónisti) | ακανόνιστο (akanónisto) | ακανόνιστοι (akanónistoi) | ακανόνιστες (akanónistes) | ακανόνιστα (akanónista) |