From the Ancient Greek ἀκαριαῖος (akariaîos).
ακαριαίος • (akariaíos) m (feminine ακαριαία, neuter ακαριαίο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαριαίος (akariaíos) | ακαριαία (akariaía) | ακαριαίο (akariaío) | ακαριαίοι (akariaíoi) | ακαριαίες (akariaíes) | ακαριαία (akariaía) | |
genitive | ακαριαίου (akariaíou) | ακαριαίας (akariaías) | ακαριαίου (akariaíou) | ακαριαίων (akariaíon) | ακαριαίων (akariaíon) | ακαριαίων (akariaíon) | |
accusative | ακαριαίο (akariaío) | ακαριαία (akariaía) | ακαριαίο (akariaío) | ακαριαίους (akariaíous) | ακαριαίες (akariaíes) | ακαριαία (akariaía) | |
vocative | ακαριαίε (akariaíe) | ακαριαία (akariaía) | ακαριαίο (akariaío) | ακαριαίοι (akariaíoi) | ακαριαίες (akariaíes) | ακαριαία (akariaía) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαριαίος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαριαίος, etc.)