ακατήχητος • (akatíchitos) m (feminine ακατήχητη, neuter ακατήχητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακατήχητος (akatíchitos) | ακατήχητη (akatíchiti) | ακατήχητο (akatíchito) | ακατήχητοι (akatíchitoi) | ακατήχητες (akatíchites) | ακατήχητα (akatíchita) | |
genitive | ακατήχητου (akatíchitou) | ακατήχητης (akatíchitis) | ακατήχητου (akatíchitou) | ακατήχητων (akatíchiton) | ακατήχητων (akatíchiton) | ακατήχητων (akatíchiton) | |
accusative | ακατήχητο (akatíchito) | ακατήχητη (akatíchiti) | ακατήχητο (akatíchito) | ακατήχητους (akatíchitous) | ακατήχητες (akatíchites) | ακατήχητα (akatíchita) | |
vocative | ακατήχητε (akatíchite) | ακατήχητη (akatíchiti) | ακατήχητο (akatíchito) | ακατήχητοι (akatíchitoi) | ακατήχητες (akatíchites) | ακατήχητα (akatíchita) |