ακαταβύθιστος • (akatavýthistos) m (feminine ακαταβύθιστη, neuter ακαταβύθιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαταβύθιστος (akatavýthistos) | ακαταβύθιστη (akatavýthisti) | ακαταβύθιστο (akatavýthisto) | ακαταβύθιστοι (akatavýthistoi) | ακαταβύθιστες (akatavýthistes) | ακαταβύθιστα (akatavýthista) | |
genitive | ακαταβύθιστου (akatavýthistou) | ακαταβύθιστης (akatavýthistis) | ακαταβύθιστου (akatavýthistou) | ακαταβύθιστων (akatavýthiston) | ακαταβύθιστων (akatavýthiston) | ακαταβύθιστων (akatavýthiston) | |
accusative | ακαταβύθιστο (akatavýthisto) | ακαταβύθιστη (akatavýthisti) | ακαταβύθιστο (akatavýthisto) | ακαταβύθιστους (akatavýthistous) | ακαταβύθιστες (akatavýthistes) | ακαταβύθιστα (akatavýthista) | |
vocative | ακαταβύθιστε (akatavýthiste) | ακαταβύθιστη (akatavýthisti) | ακαταβύθιστο (akatavýthisto) | ακαταβύθιστοι (akatavýthistoi) | ακαταβύθιστες (akatavýthistes) | ακαταβύθιστα (akatavýthista) |