ακατάλληλος (akatállilos, “unsuitable”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
ακαταλληλότητα • (akatallilótita) f (uncountable)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακαταλληλότητα (akatallilótita) | ακαταλληλότητες (akatallilótites) |
genitive | ακαταλληλότητας (akatallilótitas) | ακαταλληλοτήτων (akatallilotíton) |
accusative | ακαταλληλότητα (akatallilótita) | ακαταλληλότητες (akatallilótites) |
vocative | ακαταλληλότητα (akatallilótita) | ακαταλληλότητες (akatallilótites) |