ακατανάλωτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακατανάλωτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακατανάλωτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακατανάλωτος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακατανάλωτος you have here. The definition of the word ακατανάλωτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακατανάλωτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακατανάλωτος (akatanálotosm (feminine ακατανάλωτη, neuter ακατανάλωτο)

  1. unconsumed
  2. unspent

Declension

Declension of ακατανάλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακατανάλωτος (akatanálotos) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτοι (akatanálotoi) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)
genitive ακατανάλωτου (akatanálotou) ακατανάλωτης (akatanálotis) ακατανάλωτου (akatanálotou) ακατανάλωτων (akatanáloton) ακατανάλωτων (akatanáloton) ακατανάλωτων (akatanáloton)
accusative ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτους (akatanálotous) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)
vocative ακατανάλωτε (akatanálote) ακατανάλωτη (akatanáloti) ακατανάλωτο (akatanáloto) ακατανάλωτοι (akatanálotoi) ακατανάλωτες (akatanálotes) ακατανάλωτα (akatanálota)

Synonyms