ακαταφρόνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακαταφρόνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακαταφρόνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακαταφρόνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακαταφρόνητος you have here. The definition of the word ακαταφρόνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακαταφρόνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακαταφρόνητος (akatafrónitosm (feminine ακαταφρόνητη, neuter ακαταφρόνητο)

  1. undespised

Declension

Declension of ακαταφρόνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταφρόνητος (akatafrónitos) ακαταφρόνητη (akatafróniti) ακαταφρόνητο (akatafrónito) ακαταφρόνητοι (akatafrónitoi) ακαταφρόνητες (akatafrónites) ακαταφρόνητα (akatafrónita)
genitive ακαταφρόνητου (akatafrónitou) ακαταφρόνητης (akatafrónitis) ακαταφρόνητου (akatafrónitou) ακαταφρόνητων (akatafróniton) ακαταφρόνητων (akatafróniton) ακαταφρόνητων (akatafróniton)
accusative ακαταφρόνητο (akatafrónito) ακαταφρόνητη (akatafróniti) ακαταφρόνητο (akatafrónito) ακαταφρόνητους (akatafrónitous) ακαταφρόνητες (akatafrónites) ακαταφρόνητα (akatafrónita)
vocative ακαταφρόνητε (akatafrónite) ακαταφρόνητη (akatafróniti) ακαταφρόνητο (akatafrónito) ακαταφρόνητοι (akatafrónitoi) ακαταφρόνητες (akatafrónites) ακαταφρόνητα (akatafrónita)