ακολουθούμενος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακολουθούμενος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακολουθούμενος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακολουθούμενος in singular and plural. Everything you need to know about the word ακολουθούμενος you have here. The definition of the word ακολουθούμενος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακολουθούμενος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.ko.luˈθu.me.nos/
  • Hyphenation: α‧κο‧λου‧θού‧με‧νος

Participle

ακολουθούμενος (akolouthoúmenosm (feminine ακολουθούμενη, neuter ακολουθούμενο)

  1. passive present participle of ακολουθώ (akolouthó): (being) followed

Declension

Declension of ακολουθούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακολουθούμενος (akolouthoúmenos) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)
genitive ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) ακολουθούμενης (akolouthoúmenis) ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) ακολουθούμενων (akolouthoúmenon)
accusative ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενους (akolouthoúmenous) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)
vocative ακολουθούμενε (akolouthoúmene) ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) ακολουθούμενα (akolouthoúmena)