ακολουθούμενος • (akolouthoúmenos) m (feminine ακολουθούμενη, neuter ακολουθούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακολουθούμενος (akolouthoúmenos) | ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) | ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) | ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) | ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) | ακολουθούμενα (akolouthoúmena) | |
genitive | ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) | ακολουθούμενης (akolouthoúmenis) | ακολουθούμενου (akolouthoúmenou) | ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) | ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) | ακολουθούμενων (akolouthoúmenon) | |
accusative | ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) | ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) | ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) | ακολουθούμενους (akolouthoúmenous) | ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) | ακολουθούμενα (akolouthoúmena) | |
vocative | ακολουθούμενε (akolouthoúmene) | ακολουθούμενη (akolouthoúmeni) | ακολουθούμενο (akolouthoúmeno) | ακολουθούμενοι (akolouthoúmenoi) | ακολουθούμενες (akolouthoúmenes) | ακολουθούμενα (akolouthoúmena) |