ακοομετρικός • (akoometrikós) m (feminine ακοομετρική, neuter ακοομετρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοομετρικός • | ακοομετρική • | ακοομετρικό • | ακοομετρικοί • | ακοομετρικές • | ακοομετρικά • |
genitive | ακοομετρικού • | ακοομετρικής • | ακοομετρικού • | ακοομετρικών • | ακοομετρικών • | ακοομετρικών • |
accusative | ακοομετρικό • | ακοομετρική • | ακοομετρικό • | ακοομετρικούς • | ακοομετρικές • | ακοομετρικά • |
vocative | ακοομετρικέ • | ακοομετρική • | ακοομετρικό • | ακοομετρικοί • | ακοομετρικές • | ακοομετρικά • |