ακοομετρικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακοομετρικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακοομετρικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακοομετρικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ακοομετρικός you have here. The definition of the word ακοομετρικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακοομετρικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακοομετρικός (akoometrikósm (feminine ακοομετρική, neuter ακοομετρικό)

  1. (medicine) audiometric

Declension

Declension of ακοομετρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακοομετρικός (akoometrikós) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικοί (akoometrikoí) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)
genitive ακοομετρικού (akoometrikoú) ακοομετρικής (akoometrikís) ακοομετρικού (akoometrikoú) ακοομετρικών (akoometrikón) ακοομετρικών (akoometrikón) ακοομετρικών (akoometrikón)
accusative ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικούς (akoometrikoús) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)
vocative ακοομετρικέ (akoometriké) ακοομετρική (akoometrikí) ακοομετρικό (akoometrikó) ακοομετρικοί (akoometrikoí) ακοομετρικές (akoometrikés) ακοομετρικά (akoometriká)