From Ancient Greek ἀκροβολιστής (akrobolistḗs), equivalent to ακροβολισμός (akrovolismós, “skirmishing”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
ακροβολιστής • (akrovolistís) m (plural ακροβολιστές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροβολιστής (akrovolistís) | ακροβολιστές (akrovolistés) |
genitive | ακροβολιστή (akrovolistí) | ακροβολιστών (akrovolistón) |
accusative | ακροβολιστή (akrovolistí) | ακροβολιστές (akrovolistés) |
vocative | ακροβολιστή (akrovolistí) | ακροβολιστές (akrovolistés) |