Learnedly, from Hellenisti Koine Greek ἀκρογωνιαῖος (akrogōniaîos).[1] By surface analysis, ακρο- (akro-, “edge, tip”) + γωνιαίος (goniaíos, “angle related”)
ακρογωνιαίος • (akrogoniaíos) m (feminine ακρογωνιαία, neuter ακρογωνιαίο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακρογωνιαίος • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίοι • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |
genitive | ακρογωνιαίου • | ακρογωνιαίας • | ακρογωνιαίου • | ακρογωνιαίων • | ακρογωνιαίων • | ακρογωνιαίων • |
accusative | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίους • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |
vocative | ακρογωνιαίε • | ακρογωνιαία • | ακρογωνιαίο • | ακρογωνιαίοι • | ακρογωνιαίες • | ακρογωνιαία • |