ακτινογραφικός • (aktinografikós) m (feminine ακτινογραφική, neuter ακτινογραφικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακτινογραφικός (aktinografikós) | ακτινογραφική (aktinografikí) | ακτινογραφικό (aktinografikó) | ακτινογραφικοί (aktinografikoí) | ακτινογραφικές (aktinografikés) | ακτινογραφικά (aktinografiká) | |
genitive | ακτινογραφικού (aktinografikoú) | ακτινογραφικής (aktinografikís) | ακτινογραφικού (aktinografikoú) | ακτινογραφικών (aktinografikón) | ακτινογραφικών (aktinografikón) | ακτινογραφικών (aktinografikón) | |
accusative | ακτινογραφικό (aktinografikó) | ακτινογραφική (aktinografikí) | ακτινογραφικό (aktinografikó) | ακτινογραφικούς (aktinografikoús) | ακτινογραφικές (aktinografikés) | ακτινογραφικά (aktinografiká) | |
vocative | ακτινογραφικέ (aktinografiké) | ακτινογραφική (aktinografikí) | ακτινογραφικό (aktinografikó) | ακτινογραφικοί (aktinografikoí) | ακτινογραφικές (aktinografikés) | ακτινογραφικά (aktinografiká) |