ακτινολογικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ακτινολογικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ακτινολογικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ακτινολογικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ακτινολογικός you have here. The definition of the word ακτινολογικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofακτινολογικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ακτινολογικός (aktinologikósm (feminine ακτινολογική, neuter ακτινολογικό)

  1. (medicine) radiological

Declension

Declension of ακτινολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινολογικός (aktinologikós) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικοί (aktinologikoí) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)
genitive ακτινολογικού (aktinologikoú) ακτινολογικής (aktinologikís) ακτινολογικού (aktinologikoú) ακτινολογικών (aktinologikón) ακτινολογικών (aktinologikón) ακτινολογικών (aktinologikón)
accusative ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικούς (aktinologikoús) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)
vocative ακτινολογικέ (aktinologiké) ακτινολογική (aktinologikí) ακτινολογικό (aktinologikó) ακτινολογικοί (aktinologikoí) ακτινολογικές (aktinologikés) ακτινολογικά (aktinologiká)

Synonyms