ακυβέρνητος • (akyvérnitos) m (feminine ακυβέρνητη, neuter ακυβέρνητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακυβέρνητος • | ακυβέρνητη • | ακυβέρνητο • | ακυβέρνητοι • | ακυβέρνητες • | ακυβέρνητα • |
genitive | ακυβέρνητου • | ακυβέρνητης • | ακυβέρνητου • | ακυβέρνητων • | ακυβέρνητων • | ακυβέρνητων • |
accusative | ακυβέρνητο • | ακυβέρνητη • | ακυβέρνητο • | ακυβέρνητους • | ακυβέρνητες • | ακυβέρνητα • |
vocative | ακυβέρνητε • | ακυβέρνητη • | ακυβέρνητο • | ακυβέρνητοι • | ακυβέρνητες • | ακυβέρνητα • |