ακυρώσιμος • (akyrósimos) m (feminine ακυρώσιμη, neuter ακυρώσιμο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακυρώσιμος (akyrósimos) | ακυρώσιμη (akyrósimi) | ακυρώσιμο (akyrósimo) | ακυρώσιμοι (akyrósimoi) | ακυρώσιμες (akyrósimes) | ακυρώσιμα (akyrósima) | |
genitive | ακυρώσιμου (akyrósimou) | ακυρώσιμης (akyrósimis) | ακυρώσιμου (akyrósimou) | ακυρώσιμων (akyrósimon) | ακυρώσιμων (akyrósimon) | ακυρώσιμων (akyrósimon) | |
accusative | ακυρώσιμο (akyrósimo) | ακυρώσιμη (akyrósimi) | ακυρώσιμο (akyrósimo) | ακυρώσιμους (akyrósimous) | ακυρώσιμες (akyrósimes) | ακυρώσιμα (akyrósima) | |
vocative | ακυρώσιμε (akyrósime) | ακυρώσιμη (akyrósimi) | ακυρώσιμο (akyrósimo) | ακυρώσιμοι (akyrósimoi) | ακυρώσιμες (akyrósimes) | ακυρώσιμα (akyrósima) |